λευκαντικός

λευκαντικός
λευκ-αντικός, ή, όν,
A of or for whitening, δύναμις Sch.Pl.Tht.156d. Adv. -κῶς, διατεθῆναι have a sensation of whiteness, S.E.M.7.192.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λευκαντικός — ή, ό (Α λευκαντικός, ή, όν) [λευκαντής] αυτός που επιφέρει λεύκανση, ο κατάλληλος για λεύκανση («λευκαντική δύναμη») νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεύκανση ή στον λευκαντή («λευκαντική τέχνη») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • λευκαντικός — ή, ό ο κατάλληλος για λεύκανση: Χάρη στις λευκαντικές ιδιότητες αυτού του απορρυπαντικού τα ρούχα λάμπουν από καθαριότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λευκαντικήν — λευκαντικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκαντικῶς — λευκαντικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”